- ιεροκρατικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιεροκρατία («ιεροκρατικό σύστημα»)2. (για πρόσ.) ο οπαδός τού διοικητικού συστήματος τής ιεροκρατίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hierocratic < hierocracy (πρβλ. ιεροκρατία). Η λ. μαρτυρείται από το 1846 στον Ν. Ι. Σαρίπολο].
Dictionary of Greek. 2013.